Ζεϊμπέκικο: O φιμωμένος σπαραγμός

 

Χέρια ανοιχτά, φλέβες πρησμένες και βλέμμα βαρύ. Η τελετουργία αρχίζει, ξεκινάει εκείνος ο μοναχικός χορός που σε βαπτίζει ξανά και σε εξαγνίζει από οτιδήποτε σε βάραινε.

Μέχρι τη στιγμή εκείνη δεν μιλούσες. Δεν αντιδρούσες, δεν μετείχες σε ότι και να συνέβαινε γύρω σου. Η μουσική έπαιζε δυνατά, ο κόσμος τραγουδούσε, τα χαρούμενα γλεντοτράγουδα διαδέχονταν το ένα το άλλο και η πίστα ήταν γεμάτη.

Εσύ όμως ήσουν αλλού, το σώμα σου ήταν εκεί. Το μυαλό σου ταξίδευε σε όλα όσα σου ανέβασαν αυτόν τον κόμπο στον λαιμό. Σε όλα εκείνα που σου στερούσαν το χαμόγελο. Το ποτήρι γέμιζε και άδειαζε μηχανικά και ένα επιφώνημα συνόδευε κάθε βαριά σου ανάσα, καθώς ο χρόνος ξεκινούσε και πάλι να μετράει αντίστροφα για τον επόμενο αναστεναγμό.

Το βλέμμα κενό. Πλανιόταν αόριστα στον χώρο. Στο τραπέζι, στο ποτό, στον κόσμο, στο πουθενά. Οι αισθήσεις σου είχαν αρχίσει να σε εγκαταλείπουν και οτιδήποτε κατάφερνε να σου τραβήξει με κάποιο τρόπο την προσοχή ήταν τουλάχιστον ενοχλητικό.

Ένα μικρό ευχάριστο διάλειμμα είχε ντύσει τις τελευταίες σου μέρες και τώρα ήσουν και πάλι εκεί. Στην ίδια κατάσταση με πριν, στο ίδιο το στέκι, με τα ίδια τραγούδια να παίζουν και τον ίδιο καημό να μην βρίσκει και πάλι έξοδο διαφυγής.

Ανοίγεις τα χέρια και αφήνεσαι.

Ένας προσωπικός μονόλογος ξεκινάει. Ο μόνος σου θεός είναι πλέον ο ρυθμός, τα όγδοα. Κάθε σου κίνηση είναι και μια κατάθεση της πληγωμένης σου ψυχής, του ρημαγμένου σου “εγώ”.

Πρόκειται για μια αναμέτρηση με τον ίδιο σου τον εαυτό, τις ίδιες σου τις επιλογές… Τα λάθη σου, τα πάθη σου και τον καημό σου.

Κάθε σου κίνηση, κάθε σου βήμα και κάθε σου κύτταρο συντελεί σε αυτή την ανείπωτη – εσωτερική προσευχή.

Με μάτια υγρά, χείλη δαγκωμένα, περίσσια ζάλη και αμέριστο νταλκά ξορκίζεις σε κάθε στροφή κι έναν σου δαίμονα. Σε κάθε σου βήμα κι ένα σου λάθος.

Κάθε πενιά είναι κι ένας αναστεναγμός, κάθε νεκρός χρόνος και μια λύτρωση.

Είναι το παράπονο αυτό που πηγάζει από την άρνησή σου να ενταχθείς στις τάξεις των πραγμάτων που άλλοι δημιούργησαν για εσένα.

Λίγο – λίγο, αργά – αργά και σταθερά εναποθέτεις σε ελάχιστα τετραγωνικά όλο σου το “είναι”, όλη σου την φλόγα, όλο σου τον πόνο.

Αυτό είναι το Ζεϊμπέκικο.

Ο αρχαϊκός Θρακιώτικος χορός που μεταφέρθηκε από τους Ζεϊμπέκηδες στην Μικρά Ασία και επανήλθε στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες του 1922 μετά την κατάρρευση του Ελληνικού μετώπου.

Δεν πρόκειται για κάποια τυποποιημένη σειρά φλύαρων – ασύστατων βημάτων με τα οποία ορισμένοι ντύνουν σκηνικά κάποιο παλιό λαϊκό τραγούδι ερχόμενοι στο “τσακίρ κέφι”.

Ουδεμία σχέση έχει με οποιαδήποτε “παράσταση” υποβιβάζει έναν από τους αρχαιότερους και ιστορικότερους Ελληνικούς χορούς σε κάποια ανούσια γυμναστική επίδειξη αδαημοσύνης και ασυναρτησίας.

Το Ζεϊμπέκικο είναι τρόπος έκφρασης και εκφοράς όσων δεν λέγονται.

Εν τη γενέσει του ενσάρκωνε το παράπονο και τη νοσταλγία. Τον θρήνο και την πίκρα για όσα έμειναν πίσω.

Κατά πολλούς είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Φανερώνει την δύναμη της ψυχής και την αδυναμία του σώματος.

Δεν διδάσκεται, δεν υπάρχουν προκαθορισμένες κινήσεις. Πηγάζει από μέσα σου. Κάθε κίνηση και κάθε φιγούρα είναι προσωπική και μοναδική.

Είναι μια από από τις ελάχιστες διασωθείσες αξίες του απόδημου Ελληνισμού. Θυμίζει κάτι από τα παλιά. Κάτι από τη “Μεγάλη Ελλάδα” και τους παλιούς τους Έλληνες. Είναι μια απόδειξη πως ακόμα δεν χάθηκαν όλα, πως πάντα υπάρχει ελπίδα.

Μην το αγγίζεις λοιπόν. Αν δεν ξέρεις τι πρεσβεύει, ποια είναι η ιστορία του και πως χορεύεται κάθισε στην καρέκλα και άσε το τραγούδι αυτό που τόσο σε εκφράζει να σε ταξιδέψει νοερά.

Σεβάσου το, μην το αλλοιώνεις.

Σε μια εποχή που ο κόσμος χάνεται, που η ζωή καταρρέει και οι αξίες ξεθωριάζουν, ας μην συμπεριλάβουμε και το Ζεϊμπέκικο στην λίστα των χαμένων ιδεών του Ελληνικού πολιτισμού.

Χατζηκυριάκου Παντελής

 

Σχόλια

σχόλια