Στο πίσω κάθισμα – Ευτυχία Γιαννάκη

 

Ενας σκηνοθέτης βρίσκεται άγρια δολοφονημένος στο υπόγειο του Θεάτρου Πλάκας. Ο Αστυνόμος Χάρης Κόκκινος και οι συνεργάτες του θα κληθούν να διαλευκάνουν μια υπόθεση που αναμένεται να απασχολήσει την κοινή γνώμη. Σύντομα θα αντιληφθούν ότι θα χρειαστεί να αναζητήσουν τα αίτια της δολοφονίας στο σκοτεινό παρελθόν του σκηνοθέτη, ξετυλίγοντας ένα κουβάρι κοινών μυστικών, συγκάλυψης και βίας στην καρδιά της σημερινής Αθήνας.

Ταυτόχρονα, ο γιος του σαρανταπεντάρη Αστυνόμου συλλαμβάνεται με κατηγορίες που θα τον αναγκάσουν να βουτήξει στο δικό του οικογενειακό παρελθόν. Η πίεση του χρόνου και τα σφραγισμένα στόματα θα αποδείξουν ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ απλά για όσους βρέθηκαν στο πίσω κάθισμα.

Σε μια κοινωνία όπου όλοι είναι ένοχοι, κάποιοι θα πληρώσουν το τίμημα, μεταξύ αυτών και ο Χάρης Κόκκινος. Οι ανακρίσεις θα συνθέσουν μια τοιχογραφία των κατοίκων της Αθήνας που πρωταγωνιστεί σε μια ιστορία που δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η πόλη και τίποτα δεν θα μείνει στο σκοτάδι κάτω από τον λαμπρό ήλιο της.

Στο  παρακάτω  κείμενο, η  Ευτυχία Γιαννάκη  περιγράφει την δική της σχέση με το γράψιμο και καταθέτει την άποψή της για την επιρροή της εξέλιξης της δυτικής κοινωνίας στην άνθιση της αστυνομικής λογοτεχνίας.

Giannaki-400x393

Νομίζω ήμουν είκοσι χρονών όταν μετά από ένα ατύχημα συνειδητοποίησα ότι όλα τα όργανά μου είναι φθαρτά. Μέχρι τότε δεν είχα καμιά φυσική αίσθηση του εαυτού μου. Όταν εξομολογήθηκα πόσο με αναστάτωνε αυτή η διαπίστωση σε μια νοσοκόμα που μου έπιανε κουβέντα κατά τη διάρκεια της νοσηλείας μου, εκείνη με καθησύχασε ότι γενικά δεν υπάρχει τίποτε σε μένα που να μην είναι θνητό και μου έφερε πολλά παραδείγματα από ασθενείς γύρω μου που ετοιμάζονταν να αποδείξουν το θνητό του πράγματος, όσο εγώ ήμουν προσωρινά ασφαλής.

Έκτοτε γράφω γιατί ανάμεσα στα ελάχιστα πράγματα για τα οποία είμαι ικανή, η γραφή λειτουργεί πάντα σαν εκείνη την καθησυχαστική νοσοκόμα που μου υπενθυμίζει τα λόγια του Ε.Α. Πόε, ότι ο φόβος και ιδιαίτερα ο φόβος του θανάτου είναι ένα συναίσθημα που αρέσει στους ανθρώπους να το νιώθουν, όταν είναι σίγουροι ότι βρίσκονται σε ασφάλεια.

Την στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές δίπλα μου κάθεται μια κυρία που απολαμβάνει μια κρύα σοκολάτα. Ζήτησε μάλιστα κι έναν κορμό σοκολάτας που τον παιδεύει εδώ και ώρα. Σοκολάτα με σοκολάτα, λοιπόν. Πριν λίγο κάθισε ανάμεσά μας μια παρέα που μιλούσε για ένα έγκλημα, για ένα αυτοκίνητο που παρέσυρε, σκότωσε και εγκατέλειψε κάποιον γνωστό τους που οδηγούσε μηχανή. Η παρέα, παρά τη θλιβερή αφήγηση, παρήγγειλε καφέδες και η κυρία που τα άκουσε όλα δεν αισθάνθηκε να μειώνεται η απόλαυση μιας μεγάλης μπουκιάς κορμού που καταβρόχθισε μόλις ολοκληρώθηκε η εξιστόρηση των γεγονότων.

Τι θέλω να πω; Μια αστυνομική ιστορία είναι ακριβώς αυτή η αφήγηση μέσα στην καθημερινότητά μας, ένας καθρέφτης που αντανακλά όσα αποφεύγουμε να δούμε λίγο πριν να στραφούμε και πάλι στις ευχάριστες συνήθειές μας. Πολλοί αναρωτιούνται αν μια τέτοια αφήγηση έχει κάποιο ειδικό βάρος. Συντάσσομαι σε όσους πιστεύουν ότι αυτή η αφήγηση έχει αξία, ιδιαίτερα όπως έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια καθρεφτίζοντας τις κοινωνικές, και τις ψυχολογικές προεκτάσεις της εκάστοτε ιστορίας.

Η αρχαιότητα ζούσε με την ελπίδα της αναίρεσης του πόνου και του θανάτου, με τον Επίκουρο να φτάνει να πει ότι ο θάνατος δεν υφίσταται για μας. Ο χριστιανισμός πορεύτηκε με τον εκθειασμό του και ο δυτικός κόσμος τις τελευταίες δεκαετίες με την άρνησή του. Στην Ευρώπη στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα καλλιεργήθηκε η ευφορία και η υπέρμετρη αισιοδοξία μέσα από εικόνες που εξαφάνισαν τη δημόσια έκφραση του πόνου και πολύ περισσότερο του θανάτου. Αν δε υπήρχαν οι πρόσφατες αναταράξεις στην οικονομία και η τρομοκρατία, είναι βέβαιο ότι θα μιλούσαμε κυρίως για τον καιρό.

Δεν είναι τυχαία λοιπόν, η άνθηση της αστυνομικής λογοτεχνίας και προσφάτως των αστυνομικών σειρών και ταινιών, ιδιαίτερα σε χώρες όπου κυριάρχησε επί μακρόν η ευφορία. Προκύπτει από την ανάγκη να πέσει το μάτι μας σε αυτό που αποκρύπτεται.

Το παρελθόν, το κοινό μυστικό, η συγκάλυψη, η βία που φέρνει κύκλους, η επιπολαιότητα, η απλότητα των καθημερινών πραγμάτων, ακόμη και το χιούμορ μπροστά στο αποτρόπαιο, η τεράστια μπουκιά του κορμού σοκολάτας μετά από μια οδυνηρή αφήγηση, οι κάτοικοι της πόλης, οι κουβέντες τους και η Αθήνα ως η μικρογραφία της πλαστής ευφορίας κάποιων ετών και μιας συνακόλουθης ηχηρής πτώσης, είναι θέματα που με απασχολούν στο πρώτο μου αστυνομικό μυθιστόρημα.

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές συνειδητοποιώ ότι όταν συνέβη το ατύχημα με το οποίο ξεκίνησα, καθόμουν στο πίσω κάθισμα. Ίσως αν δεν είχε συμβεί να μην υπήρχε αυτή η ιστορία. Έκτοτε, μ’ αρέσει να δημιουργώ συνθήκες φόβου για να μη φοβάμαι, αυτή είναι η ηδονή του αστυνομικού μυθιστορήματος. Κι αυτή η ηδονή είναι ίδια τόσο όταν το γράφεις, όσο και όταν το διαβάζεις.

mime-attachment

Σύντομο βιογραφικό:

Η Ευτυχία Γιαννάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε πληροφορική, μουσική τεχνολογία και επικοινωνία και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο παρελθόν εκδόθηκε με ψευδώνυμο ένα ακόμη μυθιστόρημά της με τον τίτλο Χάρντκορ που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Περισσότερα για την ίδια μπορείτε να δείτε στοwww.giannaki.com

 

Σχόλια

σχόλια