Ποτέ δεν έκανα στον έρωτα παζάρια

 

Καλησπέρα, τι να κεράσω;

Ένα καφέ, ένα τσιγάρο, λίγη απ’ τη ψυχή μου;

Απ’ όλα διαθέτει το κατάστημα.

Εκτός από τιμή.

Α, εδώ θα τα χαλάσουμε.

Εμείς δεν ξεπουλάμε.

Μονάχα χαρίζουμε.

Κοψοχρονιά και με τη σέσουλα.

Τι στα λέω μωρέ, αυτά; Θαρρείς και δε ξέρεις.

Ο πιο τακτικός πελάτης μου ήσουν.

Σου ακούστηκε άσχημο αυτό ε;

Ναι όντως. Ήταν λίγο ωμό.

Μα από την άλλη, αν το καλοσκεφτείς,

πως λέγεται αυτός που για ν’ αρπάξει πετάει κάτι «ψοροαγάπες» του σωρού;

Πελάτης; Εκμεταλλευτής; Παλιάνθρωπος;

Δεν ξέρω.

Εσύ επιλέγεις.

Δεν θα τα χαλάσουμε για τη μαρκίζα.

Ένα σωρό επιλογές έχεις.

Εγώ σταθερά κρατώ το ρολάκι του μαλάκα, για χρόνια.

Σε παραξενεύει η στάση μου;

Σαν να ξέχασα να φορέσω την βολική ευγένεια μου;

Σαν να σκόνταψα και να έπεσα τέσσερα επίπεδα παρακάτω ε;

Ίσως.

Ίσως και ν’ άλλαξα.

Ίσως και να το οφείλω σ’ εσένα αυτό.

Δεν ξέρω, πάει καιρός, πλέον έπαψα να το ψάχνω.

Το μόνο που θυμάμαι είναι τα χέρια μου.

Που όλο, έδιναν, έδιναν, έδιναν.

Κι όταν στέρεψαν, τ’ άτιμα δεν είχαν ίχνος μπέσας.

Στράφηκαν προς το μέρος μου κι έσκισαν σε κομμάτια τη ψυχή μου.

Και μ’ έγδυναν, μ’ έγδυναν, μ’ έγδυναν.

Λίγο, λίγο σώθηκε κι αυτή.

Όση και να σου παρείχα, πάντα δίψαγες για λίγη παραπάνω.

Όταν στέρεψα, πετάχτηκα στην άκρη.

Σαν παιχνίδι χαλασμένο, που το κλώτσησαν βιαστικά στην αποθήκη.

«Ήσουν άτυχη», μου έλεγαν πολλοί.

«Ήσουν ηλίθια» ακόμη περισσότεροι.

«Ήμουν ερωτευμένη» μουρμούριζα προσπαθώντας να δικαιολογήσω, τ’ αδικαιολόγητα.

Πόση διαστροφή συγκρατεί στα σπάργανα του ο έρωτας;

Πόσους θύτες και πόσα θύματα θα γεννήσει ακόμα;

Έλα, εντάξει πάνε πέρασαν αυτά.

Μη νιώθεις ενοχές, που φέρθηκες σαν καθίκι.

Την έραψα με γαζί τη ψυχή, μπαλώθηκε για τα καλά.

Κανά δύο μικρές ρωγμές της έμειναν, να μας θυμίζουν τα όσα περάσαμε.

Και να φανταστείς, εν τέλει δεν σε μίσησα.

Απλώς νιώθω μια λύπηση για σένα, με το συμπάθιο κιόλας.

Βλέπεις μάτια μου, εγώ δεν πορεύτηκα με παζάρια.

Πάντα πλήρωνα τοις μετρητοίς, ακόμη και τα λάθη μου, αφήνοντας στο τραπέζι μπουρμπουάρ.

Πέφτω, σκίζω το δέρμα μου, ματώνω τα γόνατα μου.

Βιαστικά τα βρέχω, φορώ μια γουλιά ιώδιο και συνεχίζω.

Το λέει η καρδούλα μου.

Εμένα που με βλέπεις, είμαι από αλλιώτικο σκαρί, ανθεκτικό.

Δεν έχω ανάγκη από συναισθηματικές παροχές για να επιβιώσω.

Εσύ να δω τι θα κάνεις, που έμαθες να πορεύεσαι σαν ξενιστής σ άγνωστα σώματα.

Κι αλίμονο αν σ’ εγκαταλείψουν.

Θα πνιγείς σε μια σταλιά νερό.

Με τούτα και με εκείνα ξεχάστηκα και δεν μου είπες;

Τι να κεράσω τελικά;

Λίγη ανθρωπιά; Λίγη μπέσα; Λίγη ειλικρίνεια;

Άσε, το βρήκα.

Έλα, πάρε μια τζούρα ζωής.

Πάρε να δεις πως είναι να γκρεμίζεσαι από έρωτα.

Κι ίσως τότε καταλάβεις πόσο σπουδαία είναι τα χέρια που χαρίζουν, χωρίς ανταλλάγματα.

Έλενα Κορινιώτη

Σχόλια

σχόλια