27/08,2016 - ΠΟΙΗΣΗ   

Ποίηση – Αννα Αχμάτοβα

Η Άννα Αχμάτοβα αποτελεί μια σπουδαία ποιητική πένα. Έχει τη μορφή μιας  δυναμικής, ανεξάρτητης, ρομαντικής, πραγματίστριας αλλά και οραματίστριας γυναίκας. Μιας γυναίκας που βίωσε δραματικά γεγονότα , τα κατέγραψε με τον δικό της τρόπο πάνω στο χαρτί και τα άφησε παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.

“Ρέκβιεμ”/ “Ποίημα δίχως ήρωα”/ και “Οι ελεγείες του Βορρά”/ είναι τρεις ποιητικές συλλογές της Αχμάτοβα που παρουσιάζονται μέσα από αρκετά προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση του οίκου “Μικρή Άρκτος” . Την απόδοση των ποιημάτων έχει πραγματοποιήσει ο Γ. Αντιόχου, ενώ την επιμέλεια του έργου είχαν οι Ε. Παναγιώτου και Γ. Καραγιάννη.

anna-achmatova1

Ψυχρός πόλεμος, πτώση της τσαρικής κυβέρνησης, Στάλιν και Λένιν σε κυβερνητικούς θώκους,  Ρωσικός εμφύλιος πόλεμος ήταν μερικά από τα γεγονότα που έζησε η ποιήτρια της μνήμης…η Αχμάτοβα. Όλα αυτά ανακατεμένα με το άρωμα προσωπικών δυσκολιών , ερωτικών απογοητεύσεων και αναταραχών και σοβαρών οικογενειακών κλυδωνισμών.

Η Αχμάτοβα θρηνεί για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της πατρίδας  στο “Ρέκβιεμ”. Μιας πατρίδας που δεν εγκαταλείπει όμως,  στέκεται, παλεύει και υποφέρει μαζί με τον λαό της.  Το “Ρέκβιεμ” είναι μια επική σύνθεση γεμάτη θυμό, αγανάκτηση, οργή και απέραντη θλίψη για μια πατρίδα που λεηλατείται παρατημένη στο έλεος των “ιδεατών” πολιτικών αγώνων.  Η κραυγή της ποιήτριας μπλέκεται με τις φωνές των απλών ανθρώπων και δημιουργείται μια σπαρακτική πραγματικότητα. Μέσα στη συλλογή αυτή αντικατοπτρίζονται και οι προσωπικές δοκιμασίες της δημιουργού, καθώς ο γιος της ήταν φυλακισμένος. Η Αχμάτοβα με ένα αριστουργηματικό τέχνασμα μετατρέπει την πρόσκληση του Θανάτου σε μια ερωτική ικεσία , φανερώνοντας όλο τον λυρισμό της, προκειμένου να λυτρωθεί η ίδια,  αλλά και ο οποιοσδήποτε φοράει την μορφή της ποιήτριας και ζει μέσα από τα δικά της βιώματα.

Το σκηνικό αλλάζει και γίνεται καθαρά θεατρικό στο “Ποίημα δίχως ήρωα”.  Προσωπεία, μάσκες , σκιές κυριαρχούν αντί των ηρώων και κινούνται στο χώρο των γραμμών και των σελίδων σαν αερικά.  Οι περιγραφές της ποιήτριας κατακλύζονται από μια πολυτέλεια που παραπέμπει σε προγενέστερους αιώνες. Οι απρόσωποι ήρωες της μεταμορφώνονται από άγγελοι σε διαβόλους κρατώντας την μορφή της ίδιας της Αχμάτοβα φυλακισμένη… σε ένα γυάλινο κελί στην μέση του σκηνικού. Σε κάθε στίχο τονίζεται η μοναξιά, η απομόνωση. Τα ονόματα ξεχνιούνται και ο αναγνώστης βλέπει την μορφή μιας γυναίκας που μάταια προσπαθεί να βρει τη θέση της μέσα στο σκηνικό που η ίδια δημιούργησε, μέσα στην ίδια της την ζωή… Έτσι λοιπόν, οι διαφορετικές μορφές της ηρωίδας περιμένουν τον δεσμοφύλακα τους να τις απελευθερώσει από τη φυλακή τους. Μία ακόμη γυναικεία σκιά κάνει την εμφάνιση της, πραγματοποιώντας έναν δραματικό μονόλογο απευθυνόμενη και εκείνη σε εκείνον που μπορεί να τις σώσει. Ολόκληρο το σκηνικό μοιάζει για τον αναγνώστη ως μια ονειρική πραγματικότητα που κρύβει μέσα της ανεκπλήρωτες επιθυμίες… που επειδή ακριβώς φορούν διάφορες μάσκες και καλύπτουν τα χαρακτηριστικά τους, μπορεί να είναι οι επιθυμίες του καθενός, η φαντασία του καθενός και το γυάλινο κελί να είναι δικό μας τελικά με εμάς φυλακισμένους μέσα…

Οι συλλογές της Άννας Αχμάτοβα είναι ποιητικά μυθιστορήματα πλημμυρισμένα από τον λυρισμό, την μουσικότητα, την ονειρική φαντασία , τον ερωτισμό και την αισθησιακή γραφή  της ποιήτριας. Πραγματικότητες που απλά διασκεδάζουν με τα όνειρα ή μήπως όνειρα που διηγούνται την ιδεατή πραγματικότητα? Ακροβατώντας στο τεντωμένο σχοινί των δύο αυτών κόσμων, η ποίηση της Άννας Αχμάτοβα είναι απλά πανέμορφη και η ποιήτρια απλά χαρισματική.

Θα λιώσω άραγε μακριά σ’ επίσημο ύμνο;
Μη μου απονέμεις, μη μου απονέμεις,
μη μου απονέμεις
Ένα διάδημα από μέτωπο νεκρού.
Σύντομα θα χρειαστώ μια λύρα,
Αλλά μια σαν του Σοφοκλή, όχι σαν του Σέξπιρ.
Αφού στο κατώφλι ορθώνεται – η Μοίρα.

[της Ανθής Ντάρδη]

36048-81149

Επίλογος

Ι

Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,

Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ’ ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.

Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.

ΙΙ

Και πάλι, σίμωσε της θύμησης η ώρα
Σας βλέπω, σας αισθάνομαι και σας ακούω τώρα:

Κι εκείνη που σχεδόν στο τέλος είχαν σύρει,
Κι εκείνη που ποτέ ξανά τη γη της θα πατήσει,

Κι εκείνη που είπε σείοντας τ’ ωραίο της κεφάλι:
«Το να επιστρέφω πάλι εδώ, σπίτι επιστρέφω πάλι».

Να τις φωνάξω ήθελα με τα ονόματά τους
Μα οι λίστες έχουνε χαθεί με τ’ αναφορικά τους.

Και έχω υφάνει για όλες τους μαντήλι που είν’ φαρδύ
Απ’ τις φτωχές τις λέξεις τους, που άκουσα εκεί.

Πάντα και οπουδήποτε θα τις αναθυμούμαι
Δεν πρόκειται απ’ τη μνήμη μου αυτές να ξεχαστούνε

Και αν το εξαντλημένο μου μού το φιμώσουν στόμα
Μ’ αυτό που ξεφωνίζουν εκατό λαού εκατομμύρια ακόμα

Τότε στη μνήμη τους εμέ
Παραμονή επετείου μου ίσως με θυμηθούνε

Κι αν κάποιοι αποφασίσουνε για εμένα να στήσουν
Στη χώρα αυτή μια προτομή τιμή για να μου δείξουν

Σε τέτοιο πανηγύρι συναινώ
Μα βάζω όρο αυτόν εδώ – να στέκει

Οχι στη Μαύρη Θάλασσα π’ αντίκρισα το φως-
Γι’ αυτή κάθε συναίσθημα χαμένο εντελώς,

Ούτε στους κήπους του τσάρου, στην απόμακρη γωνιά
Εκεί που με γυρεύει μια πένθιμη σκιά,

Αλλά εδώ, εδώ που στάθηκα τριακόσιες ώρες
Μα δεν ξεκλείδωσαν για μένα ποτέ οι βαριές οι πόρτες.

Γιατί ακόμα και στον μακάριο θάνατο θέλω για πάντα να μείνει
Ο ορυμαγδός από τις κλούβες της αστυνομίας μες στη μνήμη

Απ’ το σφράγισμα της πόρτας, ο κρότος, το μπουμπουνητό
Και το σαν πληγωμένου ζώου της γριάς γυναίκας, το ουρλιαχτό.

Κι από τ’ ασάλευτα, τα χάλκινα, τα τσίνορα μου,
Ας κυλούν σαν χιόνι που λιώνει τα δάκρυα μου

Κι ας γουργουρίζει ένα περιστέρι της φυλακής πέρα μακριά,
Και ας ταξιδεύουν τα πλοία στον Νέβα βουβά.

ΑΧΜΑΤΟΒΑ 2014

Μάρτιος 1940

To τραγούδι της τελευταίας συνάντησης (μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)

Στο στήθος ένα σφίξιμο
το βήμα χάνω, πάω βιαστική
από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου’.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά».

(μτφ. Γιώργος Τσακνιάς)

Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι,
μια ανάμνηση εντός μου επιμένει.
Ούτε μπορώ ούτε θέλω να τη διώξω:
είναι χαρούμενη μαζί και λυπημένη

Μου φαίνεται πως θα τη δει αμέσως
όποιος βαθιά στα μάτια με κοιτάξει.
Και θ’ απομακρυνθεί συλλογισμένος
σαν για μια θλιβερή ν’ άκουσε πράξη.

Ξέρω πως οι θεοί μεταμορφώναν
ανθρώπους σ’ αντικείμενα μ’ αισθήσεις
ώστε να ζουν παντοτινά οι εξαίσιες θλίψεις.
Ως η ανάμνησή μου εσύ θα ζήσεις.

Ή Άννα Ανδρέγιεβνα Γκόρενκο – γιατί αυτό είναι το πραγματικό όνομα της Αχμάτοβα – γεννήθηκε τη νύχτα της 23ης Ιουνίου του 1889 κοντά στην Οδησσό, «στη θάλασσα κοντά», όπως θα γράψει η ίδια, στην οικογένεια του αξιωματικού του Ρωσικού ναυτικού Αντρέι Γκόρενκο. Τη νύχτα αυτή ο ρωσικός λαός θεωρέι μαγική – τη νύχτα της γέννησης του Ιωάννη Βαπτιστή, του Ρώσου Ιβαν Κουπάλα, όταν τα βότανα και νερό αποκτούν μαγική δύναμη.
images (1)

Βόρεια Ελεγεία:

«Τρεις εποχές έχουν οι αναμνήσεις.
Η πρώτη – σαν τη χτεσινή ημέρα.
Κάτω απ’ το θόλο της πετάει η ψυχή
Και στη σκιά της ευτυχεί το σώμα.
Υπάρχει γέλιο, δάκρυα κυλάνε
Και το μελάνι πάνω στο τραπέζι.
Και το φιλί σαν στην  καρδιά σφραγίδα –
μοναδικό, αξέχαστο, στερνό. Μα
δεν κρατά πολύ αυτή η εποχή.
Αντί για θόλο – ένα άδειο σπίτι
Σε κάποια απομακρυσμένη επαρχία,
όπου το καλοκαίρι είναι καυτό,
και το χειμώμα τσουχτερό το κρύο,
παντού – αράχνες, στις γωνιές – οι σκόνες,
τα γράμματα ερωτικά σαπίζουν,
κρυφά αλλάζουν θέση τα ποτράιτα,
ο κόσμος έρχεται σαν στη κηδεία
και ύστερα τα χέρια σαπουνίζει
σκουπίζοντας από τα κουρασμένα μάτια
τα δάκρυα, βαριαναστενάζει…
Μα το ρολόι τρέχει, κι η άνοιξη
Γυρίζει πάλι, ο ουρανός ροδίζει,
Αλλάζουν τα ονόματα της πόλης
Και φεύγουν οι μάρτυρες των γεγονότων.
Δεν έχεις πια κανένα να θυμάσαι,
Να κλαις και να οδύρεσαι μαζί.
Σιγά-σιγά μας φεύγουν οι σκιές, που
Δεν καλούμε πια,
Και η επιστροφή τους τώρα μας τρομάζει.
Και μια ωράια πρωία παρατηρούμε,
Ότι ξεχάσαμε που βρίσκεται το σπίτι,
Μας πνίγει η οργή,ο πόνος, η ντροπή
Τρέχουμε εκεί, μα όλα έχουν αλλάξει
(όπως στα όνειρα οι άνθρωποι)
Οι τοίχοι, τα πράγματα, κανένας δεν μας ξέρει
Είμαστε ξένοι μες στους ξένους.
Βρεθήκαμε αλλού!…Ω Θέε μου!
Μόλις περάσουν οι πρώτες πίκρες
Κατανοούμε, ότι δεν χωράει
Το παρελθόν στα πλαίσια της ζωής μας.
Μας είναι τόσο ξένο, όσο
Και στον γείτονα στην πολυκατοικία,
και ότι δε θα αναγνωρίζαμε εκείνους,
που έχουν πεθάνει, κι εκείνοι, που μας
αποχωρίστηκαν, ζουν άνετα
και χωρίς εμάς. Και όλα καλώς βαδίζουν»

akhmatova1924

Το 1965 βγήκε από το τυπογραφείο η τελευταία της ποιητική συλλογή «Η κούρσα του χρόνου», αλλά η κούρσα της δικής της ζωής ήδη πλησίασε στο τέρμα. Στις 5 Μαρτίου του 1966 η Αχμάτοβα πέθανε. Την ίδια μέρα, το 1953, πέθανε και ο Στάλιν. Σύμπτωση; Μπορεί, αλλά όλη η ζωή της Αχμάτοβα ήταν κεντημένη με συμπτώσεις.

Σχόλια

σχόλια