«Πάσχα στο νησί των γιασεμιών» -Ελένης Χωρεάνθη

……………………………………………………………………….Στην Ελένη Γκίκα

Ο πατέρας ήταν ναυτικός. Πολύ σπάνια τον είχαμε κοντά μας τις γιορτές. Ως τα πέντε μου χρόνια δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα από τον πατέρα μου. Τον έβλεπα τόσο λίγο που δεν θυμάμαι πώς ήταν τότε. Μόνο την κούκλα που μου είχε φέρει και μιλούσε και τραγουδούσε έχω ακόμα. Ήταν σαν ζωντανή. Έτσι έλεγε η γιαγιά και δεν με άφηνε να την αγγίξω για να μην την χαλάσω. Εκείνη την έντυνε, τη χτένιζε και τη «στόλιζε» πάνω στο μάρμαρο στη σάλα για να τη βλέπει ο κόσμος! Έτσι έλεγε. Κι όταν η γιαγιά άρχιζε να χτυπάει το χτένι στον αργαλειό, έτρεχα στη σάλα. Άρπαζα τη Μαρτίνα μου και της έδινα και καταλάβαινε. Κι αφού έβγαζα πάνω στο άψυχο σώμα της όλο το μένος που κουβαλούσα μέσα μου, τη συναρμολογούσα, πάλι, την έντυνα όπως μπορούσα, την έβαζα στη θέση της κι εξαφανιζόμουν πριν ανεβεί η γιαγιά.

Το Πάσχα εκείνη τη χρονιά, ο πατέρας είχε επιδιώξει να είναι στο νησί. Θα έμενε τρεις μήνες ξέμπαρκος μαζί μας. Θα κάναμε Πάσχα με τον πατέρα. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Το νησί της μαστίχας, η Χίος η Ανεμόεσσα, η Οφιούσα, η Μάκρις, λουσμένη στα μύρα. Μοσχοβολούσαν τα γιασεμιά και οι λεμονανθοί οργίαζαν στα περιβόλια με τις πανύψηλες πορτοκαλιές και λεμονιές που τις προστατεύουν από την αρμύρα της θάλασσας τεράστια πέτρινα τείχη, χτισμένα από τους Γενουάτες την εποχή της Ενετοκρατίας στο Αιγαίο και είχαν στην κατοχή τους και τη Χίο πολύ πριν από την Τουρκοκρατία. Έχουν αφήσει εκεί ανεξίτηλα τα ίχνη από το πέρασμά τους, σημάδια του πολιτισμού και της βαρβαρότητάς τους.

Αν και είχε γονείς Μικρασιάτες, ο πατέρας αγαπούσε πολύ τη Χίο. Είναι ο τόπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε, είναι η πατρίδα του. Αγαπούσε τις αρχαιότητες, ακόμα και τα απομεινάρια της Γενουάτικης κυριαρχίας.

«Είναι η ιστορία μας», έλεγε, «και δεν πρέπει να ξεχνούμε τι πέρασε αυτός ο τόπος».

Μας γύριζε παντού, μας έδειχνε το κάθε τι για να μας κάνει να αγαπήσουμε τον τόπο μας, στα μοναστήρια, στα κάστρα, στα λιμάνια και στις πανέμορφες ακρογιαλιές. Στα βουνά με τα μεγάλα πεύκα και τις δροσερές πηγές, στους λόφους που είναι κατάφυτοι από μαστιχόδεντρα. Συχνά μας έδειχνε τις Μικρασιατικές ακτές με τα άσπρα χώματα.

«Από εκεί, από την Ιωνία ήρθε ο πολιτισμός, εκεί είναι οι ρίζες μας, στις χαμένες πατρίδες».

«Οι πατρίδες δεν έχουν χαθεί, δεν χάνονται, τις κουβαλάμε μέσα μας. Είναι οι μνήμες που…», απαντούσε η γιαγιά, δεν συνέχιζε, κουνούσε μόνο το κεφάλι κι απόμενε να κοιτάζει την απέναντι στεριά.

Ο πατέρας, θυμάμαι, όλη τη Μεγάλη εβδομάδα έψελνε, είχε ωραία φωνή, έψελνε τα πάθη λυπητερά και σιγοντάριζε και η γιαγιά στα εγκώμια. Η φωνή της έβγαινε λυπημένη. Θυμόταν τα δικά της βάσανα, την πρώτη προσφυγιά, τον ξεριζωμό από τη γλυκιά γη της Ιωνίας και της δεύτερη προσφυγιά στην Κατοχή, που βρέθηκαν στην Κύπρο πρόσφυγες, απάτριδες πάλι, χωρίς στον ήλιο μοίρα. Γέμιζε θλίψη όλο το σπίτι.

Ανήμερα τη Μεγάλη Παρασκευή, με είχε κυριέψει μια αβάσταχτη μελαγχολία κι ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Αλλά δεν πρόλαβα, χτύπησε η πόρτα. Ήταν οι φίλοι του πατέρα μου από την Αθήνα που είχαν έρθει στο νησί για το Πάσχα.

Η κυρία Νίκη, η αρραβωνιαστικιά του φίλου του πατέρα μου, άνοιξε ένα σάκο που είχε κρεμασμένο στον ώμο της, έβγαλε ένα κανελί αρκουδάκι, «αυτό για σένα», είπε και μου το έδωσε.

Ήταν ένα χαριτωμένο κι αξιαγάπητο αρκουδάκι με δυο μαύρα γλυκά ματάκια, ίσα που δεν έβγαζε φωνή. Είχε σηκωμένα τα αυτάκια του σαν να περίμενε ν’ ακούσει κάποιον να το καλεί με το όνομά του. Αργότερα που μεγάλωσε και η αδερφούλα μου, η Μαρκέλλα, το ονομάσαμε Χιροχίτο. Έτσι το φωνάζομε ακόμα. Περιττό να πω ότι, τη Μαρτίνα και το Χιροχίτο, παρά τις μπόρες και τις καταστροφές που πέρασαν οι κούκλες και τα παιχνίδια μας, μόνο αυτά τα δυο από τα παιδικά μας όνειρα υπάρχουν ακόμα. Κι αυτό χάρη στην πρόνοια της γιαγιάς.

«Αμδέ, που θα τ’ αφήσω να τα καταστρέψετε κι αυτά».

Κι όταν είδε κι απόειδε πως δεν μπορούσε να περάσει το δικό της με τη φοβέρα και δεν θα γλίτωναν, τα καταχώνιασε εκεί που μήτε ο πιο πανούργος νους δεν ήταν δυνατόν να τα ανακαλύψει: πίσω από το θερμοσίφωνα στο πατάρι.

Εκείνη τη χρονιά, ήταν η τελευταία μας στο νησί, ο πατέρας κανόνισε με φίλους του ναυτικούς και μια παρέα άλλων που είχαν έρθει από την Αθήνα να πάμε στο μοναστήρι του Αγίου Μάρκου στην κορφή του βουνού για τον Επιτάφιο και την Ανάσταση. Η ιδέα μας άρεσε πολύ. Θα βλέπαμε από ψηλά την πόλη φωταγωγημένη κατά την περιφορά των επιταφίων, όπως και έγινε.

Η παρέα για το μοναστήρι ξεκίνησε την ώρα που η νύχτα είχε κρύψει τους λόφους ανάμεσα στην πόλη και στο μοναστήρι κι έβλεπες από ψηλά μια απέραντη σκοτεινή έκταση διάσπαρτη από φωτάκια, είχε αρχίσει πιο νωρίς η ακολουθία του Επιταφίου.

Ο καλόγερος του μοναστηριού, ένα συμπαθητικό γεροντάκι, είχε ειδοποιηθεί και μας περίμενε καθισμένος πάνω σε μια καλογερίστικη κασέλα, που χρησίμευε και ως σκευοφυλάκιο, πλάι στην Ωραία Πύλη. Με το Χριστό και τους Αγίους τα είχαν βρει και ποτέ δεν είχε παραπονεθεί. Ήταν επιλογή του το μοναστήρι όπου βρήκε γαλήνη, παρηγοριά και ηρεμία η ψυχή του, μακριά από τις βιοτικές μέριμνες. Η φύση ήταν η μόνη συντρόφισσά του. Στην αγκαλιά της φύσης με την απόλυτη ησυχία και ερημιά τις νύχτες συναντούσε νοερά την αγαπημένη του, τη Μαρία, κι ένιωθε ευτυχισμένος. Είχε πεθάνει όταν ήταν νέος και ναυτικός. Ταξίδευε χρόνια, έτσι γινόταν τότε, κι όταν γύρισε και δεν τη βρήκε, κρύφτηκε στο βουνό, στο μοναστήρι κι έγινε καλόγερος. Μας είπε στα γρήγορα την πονεμένη ιστορία της ζωής του. Έτσι κάνει πάντα, λένε όσοι τον ξέρουν.

Αργά, με φωνή παλλόμενη από συγκίνηση που είδε τόσον κόσμο να παρακολουθεί την ακολουθία του Επιταφίου, ο καλόγερος άρχισε να ψάλλει ύμνους και τροπάρια της Ακολουθίας του επιταφίου. Όλοι μαζί οι μεγάλοι αυτοσχέδιοι ψάλτες κρατώντας αναμμένα κεράκια, χωρίς ηλεκτρικά φώτα και πολυελαίους, ψάλανε τα Εγκώμια και βοήθησαν τον παπακαλόγερο να τα βγάλει πέρα. Στην περιφορά του Επιταφίου γύρω από το ναό όλοι κρατούσαμε αναμμένα κεράκια από αγνό κερί. Μοσχοβολούσε το θυμίαμα και όλη η διαδικασία εκείνη την ώρα έδινε άλλη διάσταση στο γεγονός της Σταύρωσης και της Ταφής του Ιησού, σαν θεατρική παράσταση αρχαίας τραγωδίας που αναβίωνε στην κορφή του βουνού μακριά από την πολιτεία, τους προβολείς και τα βεγγαλικά, τους επαγγελματίες ψάλτες και τις μεγάλες καταστόλιστες εκκλησίες. Συντελούνταν εκεί ένα αληθινό μυστήριο, κάτι υπερκόσμιο και μοναδικό.

Ο επιτάφιος εκείνος ήταν απλά και απέριττα στολισμένος με πολύχρωμα, μικρά αγριολούλουδα που είχε μαζέψει ο γέροντας στο βουνό με υπομονή και καρτερία, όπως τόσα χρόνια συντηρούσε τον εαυτό του και το μοναστήρι. Δεν έμοιαζε με τους επιταφίους που στολίζουν τα κορίτσια στην πόλη. Ήταν όμως ένα θέαμα και βίωμα πολύ ασυνήθιστο στα μάτια των φίλων μας από την Αθήνα. Δεν είχε φανταχτερά

χρώματα κι ακριβά λουλούδια. Ήταν ένα ταπεινό αγριολούλουδο που μοσχοβολούσε αγιοσύνη και αθωότητα.

Από εκεί πάνω, μέσα στη μεγάλη νύχτα, την κεντημένη με άστρα δειλά και κάτω φώτα διάσπαρτα σε όλο το μαύρο διάστημα που χωρίζει το μοναστήρι από την πόλη, το μοναστήρι με τον ταπεινό γέροντα και τους λίγους προσκυνητές του έμοιαζε τόσο απόκοσμο, τόσο πιο σιμά στο Θεό, τόσο μακριά από τους ανθρώπους και τις έγνοιες τις καθημερινές, τόσο αληθινά θεϊκό, ντυμένο με την αγνότητα και τη μεγαλόπρεπη γυμνότητά του.

Σταθήκαμε λίγο να απολαύσουμε τη γαλήνη και την ομορφιά της νύχτας εκείνης κι ύστερα σιωπηλοί και συγκινημένοι μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας και γυρίσαμε γεμάτοι από την ομορφιά της εξαίσιας, μυστηριακής νύχτας.

Όπως είχε προγραμματιστεί, αργά το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου ανεβήκαμε στο μοναστήρι να «αναστήσουμε» μαζί με τον καλόγερο. Εκεί ακούσαμε ψαλμούς μεταμεσονύκτιους, αναστάσιμα τροπάρια κι ένα διαφορετικό «Χριστός Ανέστη!» από την τρεμάμενη φωνή του γέροντα, και απαντήσαμε ενστικτωδώς όλοι μαζί «Αληθώς ανέστη!», αδιάφορο αν είμαστε ή δεν είμαστε πιστοί, με το φέγγος των κεριών και των δειλών καντηλιών τις ανταύγειες, μέσα στο άρωμα του λιβανιού, των θυμαριών και το πεύκων. Εκεί τσουγκρίσαμε τα κόκκινα αυγά με το σεβάσμιο γέροντα. Και κατηφορίσαμε κρατώντας τα φαναράκια με το αναστάσιμο φως που θα φέρναμε στο σπίτι, αφήνοντας τον καλόγερο στην ησυχία του στο κελί να συνεχίσει τη μοναχική του νύχτα συντροφιά με τις μνήμες των αγαπημένων ψυχών μέσα στην ατέλειωτη ερημική γαλήνη.

Κάτω η πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη είχε κιόλας βυθιστεί στο μεταμεσονύκτιο ύπνο, αφού είχαν όλοι καταβροχθίσει την πολυπόθητη μαγειρίτσα. Όπως καταβροχθίσαμε κι εμείς, άλλωστε, την παραδοσική μαγειρίτσα της γιαγιάς που μας περίμενε αχνιστή και μοσχοβολούσα, πολυπόθητη στο πασχαλινό τραπέζι.

Την αυγή ο ήλιος έλουσε τη φύση με τα χρυσάφια της φωτεινότητάς του και της λαμπρότητας. Ολόγυρα οι κάμποι φάνταξαν ντυμένοι με την καταπράσινη χλόη και πανέμορφοι με τις παπαρούνες, τις τουλίπες, τις ορχιδέες, τα ανοιξιάτικα κυκλάμινα που επέμεναν να ανθίζουν ακόμα, τα κρινάκια, τα λευκορόδινα πολίτικα με τα ριγωτά λεπτά πέταλά τους, τα μαρτοπούλουδα, τα θαρρετά σπαθινάκια που ξεπρόβαλλαν μέσ’ από τα σιτάρια στα χωράφια σαν πολύχρωμα σπαθιά, οι καμπανούλες κι ένα πλήθος ασπρολούλουδα απλώνανε το ταπεινό χαλί τους εδώ κι εκεί.

Πιο πίσω οι σπαρμένοι, θαρρείς, ακανόνιστα αποστρογγυλωμένοι από τους τρελούς βοριάδες και τους διαβρωτικούς νοτιάδες, σκεπασμένοι με τα ανθισμένα κατακίτρινα σπάρτα, τις ολάνθιστες κουμαριές, τα πολύχρωμα ρείκια, το θυμάρι και το αγριθύμαρο, όλα στις μεγάλες δόξες τους.

Η θάλασσα, ανάμεσα στο νησί μας και την Ιωνία, γαλήνια, αινιγματικά σιωπηλή, να δείχνει και ν’ ανοίγει δρόμο προς την Ανατολή του ελληνικού πολιτισμού, προς τις αλλοτινές πατρίδες για να κρατάει στη μνήμη ακοίμητο κι απέθαντο τον παράδεισο της αντικρινής στεριάς. Της Ιωνίας όπου κάποτε ο πανάρχαιος Ελληνισμός άκμασε και μεγαλούργησε εκεί τόσους αιώνες, εδώ και κάμποσα χρόνια έζησε τα Πάθη του, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά, χωρίς να αξιωθεί να γιορτάσει και την Ανάστασή του. Έζησε την πιο μεγάλη, την πιο πικρή και θλιμμένη Ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα των ατελεύτητων Παθών του.

Η μνήμη μου σταματάει εκεί.

Γυρίζω σ’ εκείνες τις μέρες και τις άγιες νύχτες που περάσαμε το τελευταίο Πάσχα στη Μυροβόλο Χίο, στο νησί των γιασεμιών που είχαν τρελαθεί, κυριολεκτικά, είχαν πνίξει το νησί στις ευωδιές. Τα περιβόλια με τις ανθισμένες πορτοκαλιές και τους

λεμονανθούς και οι αυλές μοσχοβολούσαν λες και η φύση όλη, με τον τρόπο της, συμμετείχε στο πένθος και την ανάστασή της. Λες και η φύση γιόρταζε με το ίδιο πάθος και την ίδια κατάνυξη την ανάσταση του δικού της θεού Άδωνη, το ξανάνιωμά της, την άνθινή της ώρα, την τρισμακάριστη και χαριτωμένη.

……………………………………………………………………………Αθήνα, 1999

Η Ελένη Τσικριτέα – Χωρεάνθη γεννήθηκε στην Aγία Bαρβάρα Tριχωνίδας, του νομού Aιτωλοακαρνανίας. Tελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Παραβόλας και το Γυμνάσιο Θηλέων Aγρινίου. Σπούδασε Παιδαγωγικά στη P. Π. Aκαδημία Πειραιώς, μετεκπαιδεύτηκε δε στο Παιδαγωγικό Iνστιτούτο και στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Παράλληλα με τη δημοσιοϋπαλληλική της ιδιότητα, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και με τα γράμματα γενικότερα: ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο, κριτική μελέτη, μετάφραση. Iδιαίτερο μέλημά της υπήρξε η σπουδή της Γλώσσας μας. Kείμενά της έχουν δημοσιευτεί και δημοσιεύονται στα εγκυρότερα παιδαγωγικά και λογοτεχνικά περιοδικά της Aθήνας και των επαρχιών (Διαβάζω, Eυθύνη, Tομές, Tραμ, Γραφή, Eλίτροχος, Oδός Πανός, Nέα Eστία, Έρευνα, Περίπλους, Σχολείο και Zωή, το Σχολείο και το Σπίτι, Σύγχρονη Eκπαίδευση, Eπιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας κ.ά.) όπως και σε εφημερίδες (Pιζοσπάστης, Πρώτη, Kαθημερινή, Έθνος, Nέα εποχή Aγρινίου, Λήμνος, Nέα Λήμνος, Φωνή Aιγίου, Xιακός Λαός, Aιτωλική, Eλεύθερος Aγρινίου, Mεσολογγίτικα Xρονικά κ.ά.). Eπίσης στα περιοδικά για παιδιά: Pόδι και Συνεργασία. Tου τελευταίου είναι τακτική συνεργάτης. Kείμενα της, ποιητικά και πεζά, έχουν συμπεριληφθεί στα βιβλία του Δημοτικού “H Γλώσσα μου”. Eίναι τακτικό μέλος της E.E.Λ. Eίναι τακτικό μέλος του Kύκλου του Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου, μετέσχε στην επιτροπή κρίσεως για την εισδοχή νέων μελών στην Eταιρία Eλλήνων Λογοτεχνών και από το 1994 είναι μέλος της επιτροπής του Yπουργείου Πολιτισμού για τη βράβευση έργων για παιδιά (Παιδικό Bιβλίο). Έχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο Mάρκου Aυγέρη από την E.E.Λ. για το ιστορικό μυθιστόρημά της “Mεσολόγγι, η Πολιτεία του Nερού” και η Ελληνική Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων της απένειμε το βραβείο πεζογραφίας 2000 για το κοινωνικό μυθιστόρημά της με τίτλο: “Η σκοτεινή αποθήκη”. Aπό την Ένωση Aιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών τής απενεμήθη τιμητική πλακέτα για την προσφορά της στα Γράμματα και από το σύλλογο “Tο Λυκοχώρι” για τον ίδιο λόγο.

Σχόλια

σχόλια