Ιστορίες Μέλλοντος: «Κυναίγειρος»

Του Κωστή Γκιμοσούλη

Όλο το μέλλον σκέφτομαι, τι θα γίνει αύριο, καμιά φορά το ελέγχω, συνήθως όχι, δεν μπορεί να έχει κανείς τον έλεγχο των πάντων. Το μέλλον το σκέφτομαι συνέχεια, αλλά και το έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια. Το μέλλον μοιάζει με παραμύθι. Μπορείς να το κάνεις ό,τι θέλεις. Μερικά παραμύθια μπορείς να τα κάνεις ό,τι θέλεις, έτσι δεν είναι; Το μέλλον έχει να κάνει και με το θάνατο. Είναι το ίδιο πράγμα. Είναι τόσο παγωμένο όσο ο θάνατος. Παγωμένο, δηλαδή άγνωστο. Η αγάπη αγκαλιάζει το θάνατο. Τον αγκαλιάζει με δυο φίδια, όπως το DNA. Δύο φίδια αστραφτερά και πολύχρωμα σαν βραχιολάκια. Και το DNA κανονίζει τη ζωή μας με γονίδια και μιμίδια, δηλαδή μιμήσεις ενός ρόλου ή μιας κατάστασης. Αυτό μου φέρνει στο μυαλό τον Κυναίγειρο.

Το μέλλον θυμίζει πάγο μυτερό και διαφανή. Ο πάγος καίει και δροσίζει. Εμείς έχουμε λιώσει τον πάγο, ζούμε στο τώρα. Γι’ αυτό και κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο. Συνεννοούμαστε. Με πολλούς τρόπους συνεννοούμαστε. Και με τα σώματα και με τις σιωπές και με τις σκέψεις. Αυτό μου θυμίζει τον Κυναίγειρο.

Στη μάχη του Μαραθώνα έπιασε ένα περσικό πλοίο για να το εμποδίσει να αποπλεύσει μέχρι να έρθουν οι συμπολεμιστές του και να το καταλάβουν, στην αρχή με το ένα χέρι. Ο Πέρσης του το ‘κοψε. Μετά με το άλλο χέρι. Ο Πέρσης του το ‘κοψε κι αυτό. Μετά δάγκωσε το ξύλο. Ο Πέρσης του ‘κοψε το κεφάλι κι έτσι ο πραγματικός Κυναίγειρος, που καταγόταν από την Ελευσίνα, άφησε την τελευταία του πνοή. Αυτό μου θυμίζει τον δικό μου Κυναίγειρο.

Ο Κυναίγειρος στάθηκε μπρος στο παράθυρο. Ήταν ένα κάδρο γεμάτο απ’ αυτόν. Όποτε τον έβλεπα ήταν καλό σημάδι. Είχε γλυκάνει, είχε αφεθεί με τον καιρό. Δεν έμπαινε ποτέ μέσα. Στεκόταν έξω από το παράθυρο. Στο ισόγειο όπου έμενα είχε μια ζαρντινιέρα με ξυλαράκια λεπτά και μυτερά (τα χρησιμοποιούμε στα σουβλάκια), απ’ αυτά που βάζουν για να μην πηγαίνουν και κατουράνε οι γάτες –σιγά που δεν πηγαίνουν. Αυτά τα ξυλαράκια έπαιρνε και μου χτύπαγε το τζάμι. Κι εγώ του άνοιγα το παράθυρο. Ήταν μεγάλος, κοντά στα εβδομήντα, με άσπρα μαλλιά και λευκά πλούσια γένια. Ακόμα ωραίος, είχε μια αύρα επάνω του, έμοιαζε με τον Μαρξ, με τον βασιλιά Ληρ και τον Θεό, τους δύο τελευταίους όπως τους είχα φανταστεί, γιατί ίσως δεν υπάρχουν. Ήξερα πως είναι ηθοποιός, μου το είχε πει και ο ίδιος. Τον είχα δει να παίζει ρολάκια σε ταινίες. Ήταν καλός –δηλαδή εμένα μου άρεσε. Μιλούσε συχνά για τον Κουν, είχε σπουδάσει εκεί, και τον Τσαρούχη, σε παραστάσεις του οποίου είχε παίξει.

Στην αρχή τον έβλεπα στη γειτονιά με τη γυναίκα του. Η γυναίκα του είχε μεγάλα μάτια και με κοίταζε καλά-καλά. Ύστερα το βλέμμα της έγινε απλανές. Στο τέλος τον έβλεπα μόνο του. Η γυναίκα του είχε Αλτσχάιμερ και νοσηλευόταν σε μια κλινική της Βούλας. Ήταν ζωγράφος. Μου είχε φέρει και μια έγχρωμη φωτοτυπία ενός έργου της. Είχε ενδιαφέρον σ’ αυτά που ζωγράφιζε, σαν θηλυκός Ντε Κίρικο. Πήγαινε και την έβλεπε κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Αν είχε καλό καιρό έκανε και μπάνιο. Είχε ψώνιο με το νερό, με τον Ηράκλειτο και τον Επίκουρο. Καταγόταν από ένα νησί των Κυκλάδων και είχε ζήσει εκεί μέχρι τα δεκάξι του. Μετά ήρθε με τη μάνα του στην Αθήνα για να σπουδάσει. Αν δεν έμοιαζε με τον βασιλιά Ληρ θα έμοιαζε με αλήτη φιλόσοφο. Ή με παλαιστή μοναχό. Φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, χειμώνα-καλοκαίρι, το χειμώνα έριχνε ένα μπουφάν επάνω του. Πριν φύγει απ’ το παράθυρο, έφευγε δύσκολα, συνήθως τον έδιωχνα δίχως να τον προσβάλω, μου απάγγειλε δυνατά και κωμικά την Τετραφάρμακο του Επίκουρου: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».

Το μέλλον είναι αβέβαιο και παγωμένο. Μοιάζει διαφανή πάγο και ο Κυναίγειρος το κρατούσε μέσα στα χέρια του. Ήξερε πως η γυναίκα του θα πεθάνει. Και πέθανε. Πριν πεθάνει τον χαιρέτησε. Σήκωσε το χέρι της απ’ το κρεβάτι και τον χαιρέτησε. Κάθε φορά που μου το έλεγε συγκινιόταν. Φορούσε συνήθως μαύρα γυαλιά, αλλά απ’ τη σύσπαση του προσώπου του καταλάβαινα ότι συγκινιόταν. Απ’ τη γυναίκα αυτή είχε ένα παιδί, που δεν ζούσε μαζί του. Έναν γιο -δεν θα ήθελα να ήμουν γιος του. Ήταν πολύ τρυφερός και βίαιος. Τον γιο του όμως τον αγαπούσε αλλά δεν ήθελε να τον βλέπει συχνά.

Δεν πίστευε ούτε στον Θεό ούτε και σε πολιτική αλλαγή, παρότι ήταν αριστερός. Τι σημαίνει αριστερός; Ρωτήστε καλύτερα αυτόν.

Μια φορά μας είδε ένας Κινέζος, έτσι όπως καθόμασταν σα να παίζαμε θέατρο, εγώ μέσα απ’ το παράθυρο κι αυτός απ’ έξω. Ο Κυναίγειρος του είπε: «To be or not to be?» Κι ο Κινέζος, που ήταν ψηλός, περίεργο πράγμα για Κινέζο, κρατούσε έναν υπολογιστή ανοιγμένο στο facebook, στο λαιμό είχε μια μηχανή Nikon με τεράστιο φακό και μιλούσε σπασμένα ελληνικά, μας πληροφόρησε ότι ήταν καλλιγράφος στο επάγγελμα και είπε: «To Greece or not to Greece?» Ο Κυναίγειρος του φώναξε: «Δεν υπάρχει Θεός!» και ο Κινέζος τον κοίταξε περίεργα. Μετά ο Κινέζος με ρώτησε τι ήταν η ζωγραφιά που έβλεπε στο βάθος του δωματίου, κι εγώ τον πληροφόρησα ότι ήταν η Αναμονή του Λύτρα. Μετά μας φωτογράφισε και τους δύο και μας ρώτησε αν ήμασταν πατέρας και γιος. Εμείς χαμογελάσαμε και του είπαμε πως όχι. Άπλωσα το χέρι μου σαν τον Αδάμ του Μιχαήλ Αγγέλου και ζήτησα το χέρι του Θεού. Ο Κυναίγειρος το άπλωσε προς εμένα. Ο Κινέζος μας τράβηξε φωτογραφία. Τα δάχτυλα πλησίασαν αλλά δεν ακούμπησαν. Σχηματίστηκε σπινθήρας.

Το μέλλον, του Κυναίγειρου και το δικό μου, ήταν ακριβώς εκεί.

kostis_gimos

Ο Κωστής Γκιμοσούλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Μαγική πόλη, αλλά θέλει συνέχεια ν” απομακρύνεται απ” αυτήν. Κι όταν ξαναγυρνάει, να τη βλέπει αλλιώς. Γράφει διηγήματα, όπως «Η κραυγή της πεταλούδας» (2007). Καμιά φορά αυτά τα διηγήματα μεγαλώνουν και γίνονται νουβέλες ή μυθιστόρημα, όπως τα «Μια νύχτα με την Κόκκινη» (1995), «Ανατολή» (1998), «Χέρι στη φωτιά» (1999), «Βρέχει φως» (2002), «Το θηρίο είναι παντού» (2003), «Εξομολόγηση σ” έναν κολομβιανό σκύλο» (2006), «Το φάντασμά της» (2009) και «Το αηδόνι στο πόδι της» (2012). Γράφει και ποιήματα (Ο ξυλοκόπος πυρετός, Αγία μελάνη, Το στόμα κλέφτης, Επικίνδυνα παιδιά), με τελευταία τη συλλογή Αγάπη από ζήλια) (2004). Το 2001 εκδόθηκε ο «Μαύρος χρυσός», ένα βιβλίο με ποιήματα, διηγήματα και ζωγραφιές με νερομπογιές, ενώ το 2011 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Για να μάθεις να πετάς», με ιστορίες – παραμύθια για μικρούς και μεγάλους κα με εννέα ζωγραφιές του Γιάννη Ψυχοπαίδη εμπνευσμένες ειδικά για την έκδοση. Το 2013 εκδόθηκε το «Δυο μήνες στην αποθήκη», μια προσωπική μαρτυρία από την παραμονή του συγγραφέα σε νοσοκομείο. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Για την ποιητική συλλογή «Ο ξυλοκόπος πυρετός» πήρε το βραβείο Μαρίας Ράλλη για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησε το βιβλίο του “Τα παράξενα που δεν ξεχνάμε”.

Σχόλια

σχόλια