Η νύφη – Εύα Κοτσίκου

 

Κυριακή πρωί και η Μάρω είχε ανασκουμπωθεί από νωρίς για να προφτάσει να συμμαζέψει το σπίτι, να βάλει τις φακές να γίνονται και να πάει στην Εκκλησία.

Είχε βάλει το καλό της φόρεμα εκείνο που φορούσε 3 χρόνια τώρα κάθε Κυριακή όταν πήγαινε να εκκλησιαστεί.

Ευτυχώς ο σωματότυπός της της το είχε επιτρέψει αφού ήταν μικροκαμωμένη και είχε σώμα κοριτσίστικο ακόμα και τώρα στα 17 της.

Εκείνο το όμορφο φόρεμα το κόκκινο με τα λευκά λουλούδια πάντα κάθε Κυριακή.

Έστρωνε λίγο τα μαλλιά της, περνούσε και ελάχιστο κοκκινάδι στα χείλη, τόσο ώστε να μην την πιάσουν στον στόμα τους οι γειτόνοι και ξεκινούσε.

Πάντα μετά το τέλος της λειτουργίας θα έβλεπε εκείνον.

Θα κάθονταν στο προαύλιο και θα μιλούσαν για λίγο.

Θα της έλεγε πόσο όμορφη ήταν, θα του χαμογελούσε γλυκά και – ίσως- αν ο κόσμος είχε αραιώσει θα της ακουμπούσε λίγο το χέρι.

Μετά πάλι πίσω στο σπίτι να βοηθήσει στο στρώσιμο του τραπεζιού.

Εννιά νοματαίοι μέσα σε ένα δωμάτιο, το στρώσιμο του τραπεζιού ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία.

Εκείνη την Κυριακή ο πατέρας της ήταν σιωπηλός.

Πάντα ήταν, αλλά ειδικά εκείνη τη μέρα ίσα που ανέπνεε.

«Κοίτα Μάρω, εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα. Είστε 7 παιδιά και 2 εγώ και η μάνα σου, 9 άνθρωποι εδώ μέσα δεν χωράμε. Θα κοιτάξεις να νοικοκυρευτείς! Δεκαεφτά χρονών είσαι πια, τι περιμένεις; Να γεράσεις να μη σε θέλει κανείς και να σε φορτωθούμε εμείς επ΄άπειρον; Τόσα προξενιά έχεις απορρίψει. Ποια νομίζεις ότι είσαι κορίτσι μου; Κάποια στιγμή θα σταματήσουν να σε ζητάνε. Κοίτα να δεις, ήρθε η κυρά Μέλπω το πρωί που έλειπες και μας είπε ότι έχει έναν πολύ αξιόλογο άνθρωπο για σένα που σε είχε δει πριν φύγει και του άρεσες. Τον είδα σε φωτογραφία, μια χαρά άνθρωπος είναι και έχει και καλή δουλειά στην Αυστραλία. Και δεν ζητάει προίκα ενώ ξέρεις καλά ότι όσοι έρχονται το κάτι τις τους το θέλουνε. Και εμείς δεν έχουμε ούτε πέτρα σε χωράφι.»

Η Μάρω είχε γίνει άσπρη σαν κερί που μόλις έσβησε η φλόγα του.

Σαν να έφυγε όλο το αίμα από το σώμα της, σαν να ήταν ένα κουφάρι δίχως τίποτα μέσα του.

Μιλιά δεν έβγαλε. Τι να έλεγε;

Ήξερε εκ΄των προτέρων ότι ό,τι και να ξεστόμιζε θα ήταν σαν λόγος κουνουπιού στην έρημο.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν αργά ή γρήγορα για εκείνη, ποιος ξέρει;

Δεν καταλάβαινε. Να ήταν Δευτέρα, Πέμπτη ή Κυριακή;

Δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον.

Ξυπνούσε, κοιμόταν, έκανε δουλειές, ετοίμαζε φαγητό,υπήρχε αλλά δεν ζούσε.

Ένα πρωινό την πήρε η κυρά Μέλπω και την πήγε στα μαγαζιά να την σινιάρει όπως έλεγε η ίδια.

Ο γαμπρός είχε στείλει λεφτά να της ψωνίσουν,να την σουλουπώσουν ώστε όταν την έστελναν πακέτο στην Αυστραλία να είναι περιποιημένη.

Έπρεπε και να δικαιολογήσει το μπαξίσι που θα έπαιρνε από εκείνον.

Να την στείλει καθώς πρέπει.

Τι στο καλό! Για νύφη πήγαινε.

Εντωμεταξύ στο μυαλό της μόνο εκείνος.

Ο Αγησίλαος.

Να της κρατάει στα κρυφά το χέρι στο προαύλιο της εκκλησίας και να της λέει ότι την αγαπά και πόσο όμορφη ήταν.

Ο Αγησίλαος. Πρώτος καπετάνιος. Θα έφευγε για ταξίδι, άγνωστο για πόσο, για πολύ πάντως.

Ο Αγησίλαος που δεν της ζήτησε να τον περιμένει.

Ούτε να μην τον περιμένει.

Απλά της είπε ότι θα φύγει.

Για πότε βρέθηκε σε ένα αεροπλάνο η Μάρω μόνη της να ταξιδεύει προς Αυστραλία ούτε που το κατάλαβε.

Ακόμα ηχούν οι φωνές της μάνας της στο αεροδρόμιο:

«Παιδί μου μη φεύγεις». Κοντοστάθηκε για ένα λεπτό μα δεν γύρισε να την δει.

Φορούσε το καλό της κόκκινο φόρεμα με τα λευκά λουλούδια.

Δεν ήθελε τίποτε άλλο να φορέσει. Τίποτα από τα καινούργια ρούχα. Αυτό ήθελε. Να της θυμίζει εκείνον. Τον Αγησίλαο. Και τις συναντήσεις στο προαύλιο της εκκλησίας.

Είχε ένα όμορφο κεντημένο πορτοφολάκι στην τσάντα της, που της το είχε φτιάξει η γιαγιά της.

Ένα άδειο, όμορφο, κεντημένο πορτοφολάκι.

Χωρίς ούτε μία δραχμή μέσα.

Βλέπεις ο γαμπρός είχε στείλει λεφτά μόνο για τα φτιασίδια της. Το πως θα έφτανε στην Αυστραλία χωρίς λεφτά δεν ήταν δικό του θέμα αλλά των γονιών της.

Οι γονείς της δεν είχανε χρήματα άρα ούτε και η Μάρω.

Όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο δεν ήξερε προς τα που να πάει.

Ξένη ανάμεσα σε ξένους, δεν ήξερε και την γλώσσα.

Ξαφνικά είδε έναν κουστουμαρισμένο, μετρίου αναστήματος κύριο, γύρω στα 45 να τρέχει προς το μέρος της.

Κρατούσε μια ανθοδέσμη και είχε ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.

Δεν πρόσεξε πολλά αλλά πρόσεξε τις γραμμές στο πρόσωπό του.

Πολλές ,βαθειές ρυτίδες σχημάτιζαν αυλάκια ανάμεσα και κάτω από τα μάτια του.

Πρέπει να είχε ένα κολλημένο χαμόγελο στο στόμα για ώρες η Μάρω ή έτσι ένιωθε.

Ένα ψεύτικο, κολλημένο χαμόγελο στο στόμα.

Οι μέρες περνούσαν στο ευρύχωρο, ξύλινο σπίτι που καμία σχέση δεν είχε με το πατρικό της.

Ήταν μεγάλο και άνετο.

Στον ίδιο χώρο ζούσε και η αδερφή του Θεόφιλου με τον άντρα της.

Οι μέρες περνούσαν αλλά όχι εύκολα.

Μία από αυτές η Μάρω ξύπνησε και καθώς πήγε να νιφτεί παρατήρησε σπυριά σε όλο της το πρόσωπο.

 

Ήταν αποκρουστικό!

Μα που πήγε το αλαβάστρινο δέρμα της;

Τι είχε πάθει;

» Άγχος» απεφάνθει ο γιατρός.

«Να ηρεμήσει, να βάλει και αυτές εδώ τις αλοιφές και θα περάσει».

Η κουνιάδα της την κοιτούσε σαν μίασμα ειδικά τα πρωινά.

» Αρρωστιάρα μας έστειλαν! Άμα δεν άντεχε την ξενιτιά γιατί ήρθε; Και πότε θα γίνει ο γάμος; Γιατί για να πάει στην εκκλησία έτσι όπως είναι το πρόσωπό της, αδύνατον!

Θα ρεζιλευτούμε!» ψιθύριζε στον αδερφό της στα κρυφά και εκείνος σιωπούσε.

Πάντα σιωπούσε ο Θεόφιλος όταν του μιλούσε η αδερφή του και η μητέρα του.

Ούτε βλέμμα δεν σήκωνε.

Σαν παιδάκι που το μάλωναν σιωπούσε.

Μέσα σε μία εβδομάδα η Μάρω καλυτέρευε και δίχως να το καταλάβει βρέθηκε νύφη στην εκκλησία.

Φορούσε ένα πλουμιστό δαντελένιο, κάτασπρο νυφικό κεντημένο όλο στο χέρι με μία ουρά ίσα με δύο μέτρα και ένα λευκό βέλο στα μακριά της μαλλιά που κάλυπτε το μισό της πρόσωπο μέχρι κάτω από τα μάτια.

Πόσο ανακουφιστικό που της φορέσανε αυτό το βέλο.

Έκρυβε όλη τη λύπη που είχε φωλιάσει στα μάτια της.

Παντρεύτηκε, λοιπόν, με δυο μάτια θλιμμένα και δίχως ούτε έναν δικό της άνθρωπο δίπλα της.

Τρία χρόνια μετά η Μάρω γέννησε μόνη της σε ένα μαιευτήριο ένα όμορφο αγοράκι.

Στην Αυστραλία κανένας για κανέναν λόγο δεν έχανε το μεροκάματο.

Ακόμα και αν επρόκειτο να γίνει πατέρας.

Στο ενδιάμεσο ήταν η » στείρα», η «ανίκανη να κάνει παιδιά», η «άχρηστη» όπως την αποκαλούσε η κουνιάδα της η Ειρήνη.

Ο Θεόφιλος πάντα σιωπούσε.

Κανείς όμως δεν σκέφτηκε πως η Μάρω ήταν μόνο μια δυστυχισμένη γυναίκα. Άλλωστε ποιος νοιαζόταν;

» Μάρω το πήραμε απόφαση εγώ και η Ειρήνη.

Θα επιστρέψουμε στην πατρίδα.

Πέντε χρόνια είμαστε εδώ και προκοπή δεν είδαμε.

Και εσύ πια, δεν μπορείς να κάνεις διπλοβάρδιες στο εργοστάσιο. Μυγιάγγιχτη! Άλλες δουλεύουν μέχρι τον 9ο μήνα της εγκυμοσύνης τους και εσύ που είσαι στον 3ο κουράζεσαι;

Έτσι καλομαθημένη σε είχανε και στην Αθήνα οι γονείς σου;

Βρήκες και τα κάνεις μου φαίνεται!

Το λοιπόν, σε 2 εβδομάδες φεύγουμε για την πατρίδα.»

είπε αποφασιστικά ο Θεόφιλος μια Κυριακή μεσημέρι που τρώγανε φακές.

Η επιστροφή στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά όμορφη ήταν.

Σε ένα δωματιάκι μια σταλιά, 4 εκείνοι και 2 η κουνιάδα της με τον άντρα της 6.

Τα παιδιά μεγάλωναν, η Ειρήνη πετούσε φαρμάκι, ο Θεόφιλος σιωπούσε συνομωτικά, η Μάρω σιωπούσε απελπισμένα.

Κάποια μέρα αδιάφορη, όπως οι πολλές, θεώρησε ότι δεν υπήρχε λόγος να σωπαίνει πια και σκέφτηκε πέφτοντας να βγάλει μια κραυγή, να ξεσπάσει πια όσα φύλαγε μέσα της.

Ήταν και αυτή η άκρη της ταράτσας τόσο δυσβάσταχτα προκλητική…

Στο τσακ την πρόλαβε ο Θεόφιλος και την έπιασε στον αέρα σαν πούπουλο που πέρασε τυχαία από μπροστά του.

Φάγανε το μεσημέρι σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα.

Ένα πρωινό ο Θεόφιλος σιώπησε για πάντα.

Την ώρα που της έλεγε ότι δεν έχει δα και τίποτα , ένα κρυωματάκι μόνο!

Τι και αν ο γιατρός είχε αποφανθεί ότι βρίσκεται στο αρχικό στάδιο της πνευμονίας.

Η κηδεία ήταν όπως όλες οι κηδείες .

Απλή και λιτή.

Η Μάρω ένιωθε το βλέμμα της Ειρήνης σαν καυτό σίδερο επάνω της να την καίει.

Την κατηγορούσε με τα μάτια για τον θάνατο του αδερφού της.

Όταν έμεινε μόνη στο νεκροταφείο έσπασε πια τη σιωπή της.

Έβγαλε μια κραυγή τόσο δυνατή που θαρρείς ράγισε ο τόπος όλος.

Ποτέ δεν παραδέχτηκε, ούτε στον εαυτό της, ότι αυτή ήταν κραυγή ανακούφισης και όχι πόνου.

Κάποια μέρα αδιάφορη, όπως οι πολλές, καθώς καθάριζε τον τάφο του Θεόφιλου την πλησίασε ένας άντρας.

Η φιγούρα της φάνηκε γνώριμη.

Όσο πλησίαζε ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή τόσο που πίστεψε θα βγει έξω από το στήθος της και θα πετάξει μακριά.

Ήταν εκείνος.

Ο Αγησίλαος!

Τόσο διαφορετικός και τόσο ίδιος!

Σε ένα δευτερόλεπτο της πέρασαν από το μυαλό σαν φιλμ όλες εκείνες οι συναντήσεις στο προαύλιο της εκκλησίας.

Τα μαλλιά του ήταν άσπρα.

Τα μάτια του κουρασμένα.

Το πρόσωπό του χλωμό και ο ίδιος αδυνατισμένος.

Όμως το βλέμμα του!

Το βλέμμα του ήταν το ίδιο σπιρτόζικο βλέμμα που είχε τότε!

» Γιατί;» την ρώτησε με παράπονο.

«Γιατί Μάρω μου; Γιατί έφυγες; Μην απαντάς. Σήκω, έλα, πάμε να φύγουμε!»

Εκείνη σιώπησε. Μόνο τα δάκρυά της πρόδιδαν τι είχε μέσα στην καρδιά της.

«Καλά,σκέψου το και να! Κοίτα, εδώ…εδώ είναι το τηλέφωνό μου. Κάλεσέ με Μάρω μου. Πάρε με να τα πούμε, να τα συζητήσουμε. Σε παρακαλώ. Κάλεσέ με όποτε θες.»

Έμεινε να την κοιτάει για λίγη ώρα.

Στα μάτια του έμοιαζε το κορίτσι με το κόκκινο φόρεμα με τα λευκά λουλούδια και όχι μία γυναίκα μέσης ηλικίας με μαύρα ρούχα.

Απoμακρύνθηκε αργά ενώ την κοιτούσε.

Όταν χάθηκε από το οπτικό της πεδίο εκείνη ανέκφραστη και δακρυσμένη ακόμα έσκισε το χαρτάκι με το τηλέφωνο.

Ήταν η ώρα που θα ζούσε για τον εαυτό της.

Κανένας άλλος δεν χωρούσε πια στη ζωή της.

Η ώρα που θα πετούσε το νυφικό που είχε φυλαγμένο στο μπαούλο και θα φορούσε ξανά το κόκκινο φόρεμα με τα λευκά λουλούδια.

Αφιερωμένο στην Κυρία Μ.

Εύα Κοτσίκου 

 

Σχόλια

σχόλια