Το φθινόπωρο που μου χρωστάς

 

Φθινοπώριασε.

Η αγαπημένη μας εποχή. Θυμάσαι;

Τα φύλλα τσαλακώνονται άγαρμπα απ’ τις σόλες των βιαστικών περαστικών.

Με λίγη ησυχία, ακούς το ράγισμα τους, σε κάθε σύνθλιψη τους.

Ένας μελαγχολικός ουρανός κάθε τόσο βουρκώνει, ξεπλένοντας σκονισμένα τοπία.

Οι θερινές αγάπες πιάστηκαν στο φερμουάρ της βαλίτσας των καλοκαιρινών ρούχων.

Όσο για μένα;

Έχω τυλιχθεί με υφάσματα.

Κάλυψα τους ώμους και τους αστραγάλους.

Άφησα γυμνό μονάχα το βλέμμα μου, που δεν λέει να ξεκολλήσει απ’ το βρεγμένο τζάμι.

Σαν να σε περιμένω για λίγο.

Σαν να ξέχασα πως στέγνωσα απ’ τα πρωτοβρόχια.

Σαν να έβαλα στη γαλάζια κούπα σου, τον αχνιστό καφέ σου.

Πάντα με λίγη ζάχαρη, ίσα για να γλυκάνεις τα καλοσχηματισμένα χείλη σου.

Στο τραπεζάκι ακούμπησα ένα πεντακάθαρο τασάκι που συνηθίζεις να γκριζάρεις με τη στάχτη των τσιγάρων σου.

Και χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία μουρμούρισα τραγουδιστά τους στίχους ενός αγαπημένου τραγουδιού σου.

Από την καρέκλα άρπαξα το μαύρο πουκάμισο σου και με λαχτάρα, το έσφιξα στο πρόσωπο μου.

Όσες φορές κι αν ξεπλυθεί, πάντα συγκρατεί την απαλή μυρωδιά σου.

Σαν να κοντοστάθηκα μπροστά στον καθρέφτη, αφαιρώντας το μακιγιάζ μου.

«Ποια μπογιά να συγκριθεί με την ομορφιά των ματιών σου» μου έλεγες καθώς έσφιγγες τα χέρια σου γύρω απ’ τη μέση μου.

Κι εγώ ήθελα να είμαι όμορφη, μονάχα για σένα.

Με ή χωρίς φτιασίδια.

Οι δείκτες του ρολογιού τεντώθηκαν, σχηματίζοντας οκτώ.

Ήθελα τόσο πολύ, ν’ ακούσω τη μηχανή του αυτοκινήτου σου να σβήνει κάτω από το παράθυρο μου.

Να μετρώ από μέσα μου ως και τα δευτερόλεπτα μέχρι να μου χτυπήσεις το κουδούνι.

Και με τα δύο μου χέρια να κατεβάζω το χερούλι της πόρτας, χωρίς να μπορώ να τιθασεύσω το χαμόγελο μου.

Σαν να φώτιζε ο κόσμος μου, κάθε φορά που μ’ αγκάλιαζες στο κατώφλι.

Μέσα στην καταιγίδα, καθώς οι σταγόνες κυλούσαν επάνω στα σώματα μας.

Με τύλιγες μέσα στο παλτό σου κι αυτό ήταν αρκετό για να νιώσω οχυρωμένη.

Σε μια αγάπη που δεν φοβόταν τη βροχή.

Απόψε μετά από καιρό, άφησα ορθάνοιχτη την πόρτα.

Ένας ψυχρός αέρας μου χαρακώνει τη σάρκα.

Η μηχανή του αυτοκινήτου σου, δεν ήχησε λεπτό.

Το πουκάμισο σου το πέταξα τσαλακωμένο σε μια ντουλάπα γεμάτη ναφθαλίνη.

Τη γαλάζια κούπα σου, την έσπασα από απροσεξία ένα πρωινό.

Τα βλέφαρα μου τα έβαψα με σκουρόχρωμες σκιές.

Έχω αφήσει ένα τσιγάρο να αναφλέγεται μέσα στο τασάκι.

Όσο για το φθινόπωρο; Έπαψα να το ζω.

Και στη βροχή πια, σταμάτησα να βγαίνω.

Μη τυχόν με λιώσει σαν ρυζόχαρτο, όπως τον έρωτα μας.

«Έλα εδώ μωρό μου, θα κρυώσεις» ακούγεται μια αντρική φωνή από το βάθος του χολ.

Μόνο που δεν είναι η δική σου.

Έλενα Κορινιώτη

Σχόλια

σχόλια