Μεσούντος του καλοκαιριού..με τη Κλειώ Βλαχάκη

«Τα μπάνια του λαού»

Μεσούντος του καλοκαιριού. Εδώ πάντα κρατάει παραπάνω. Άλλος κόσμος. Άλλος πλανήτης. Σε λίγο θα έχουμε τα «μπάνια του λαού». Τι αστεία έκφραση!

Αλμυρίκια! Αντηλιακό! Αλμύρα! Ανυπομονησία! Ανεμολόγιο! Αρμενιστής! Αγάπη! Οι λέξεις του καλοκαιριού πάντα στην αρχή!

Άνθρωποι και βαλίτσες! Άνθρωποι και «θέλω»! Πολλά! Σακιά φορτωμένα! Τι πήγε στραβά στο ταξίδι; Λάθος ο συνταξιδιώτης; Λάθος ο χάρτης; Χαλασμένη πυξίδα; Σαν εκείνη του Θωμά που δεν έδειχνε ποτέ το βορρά! Μόνο τη δύση. Μα γίνεται; Γίνεται!

Τσιμέντο και τζιτζίκια! Για κάποιους η θάλασσα ανάγκη κι άπιαστο όνειρο. Έχει κι από αυτούς! Μετρούν μέρες. Θα ρθει η στιγμή! Θα μπουν στο πλοίο, θα κάτσουν στην πρύμνη να κοιτούν τι αφήνουν πίσω!

«Είδα όνειρο ότι πέθανα. Μούδιασε το σώμα.» Σακιά! Βαρίδια! Ξέρω πολλούς ανθρώπους. Ονειρεύονται θάλασσες για να ελαφρύνουν. Μην το ‘χεις για λίγο! Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ μπροστά σου! Ανάγκη να βουτήξεις…

Θα ερημώσουν οι πόλεις. Θα γεμίσουν φωνές παιδιών τα χωριά. Οι μακρινοί συγγενείς και οι παλιοί φίλοι, «οι φίλοι του καλοκαιριού» θα σμίξουν κάτω από αστροφεγγιές και νηνεμίες. Κάτω από ουρανούς καθαρούς με καθαρές κουβέντες και γέλια. Η εποχή του γέλιου! Πανάκεια για τη μουντή και απρόσωπη εποχή μας…

Εγώ… Εγώ δεν ξέρω. Η άγνοιά μου υποκλίνεται μπροστά σου! Δεν ξέρω τι περιμένω από τούτο το παράξενο καλοκαίρι. Θα μαζέψω τα ρούχα μου. Θα τα κλείσω σε ένα σακίδιο. Άδειες κρεμάστρες στην ντουλάπα. Θλιβερές εικόνες χωρίς προοπτική. Θέλω μόνο να βρω στο δρόμο μου ανθρώπους. Τούτο έψαχνα πάντα από την αρχή του ταξιδιού. Να μιλώ και να ακούω. Θαρρώ πως κάτι έχω καταφέρει. Μέσα σε ένα πλήθος απρόσωπο που πέρασα τη ζωή μου ξεχώρισα κάποιους συνοδοιπόρους που κράτησαν για λίγο τη βαλίτσα μου να ξεκουράσουν τα χέρια μου. Και είναι το ευχαριστώ λίγο! Μα για την ώρα έχω μόνο Ελπίζω πως όταν περάσω από τα χρόνια και κάνω ταμείο να έχω καταφέρει να πιστέψω πάλι στην καλοσύνη και στην αγάπη των ξένων. Να ξερες πόσο σημαντική είναι! Δεν έχει πιο όμορφη ανάμνηση ετούτη η ζωή… Για την άλλη δεν ξέρω…

Για τον σιωπηλό παππού μου!
Ο Μανόλης ήταν κωφός. Στην κατοχή ένας Γερμανός έβγαλε το άχτι του πάνω του. Με ένα δεξί ντιρέκτ κατάφερε να του σπάσει το τύμπανο και να του στερήσει τον ήχο για πάντα. Όταν τον έφεραν προξενιό στην Κλεάνθη, που είχε ήδη περάσει τα τριάντα και η ελπίδα να βρει άντρα ήταν πια ανύπαρκτη, φόρεσε ένα μαύρο κεφαλομάντηλο και είπε: «Δέχομαι».
Καλόκαρδος, ευγενικός και περιποιητικός καθώς ήταν με τα χρόνια την κέρδισε. Τα πρωινά την περίμενε το καφεδάκι στο σιδερένιο τραπέζι και ένα τραγούδι την καλημέριζε:
«Πάρε Μαριώ
πάρε Μαριώ τη ρόκα σου
κι έλα στο φράχτη, φράχτη
βάσανα που ‘ χει η αγάπη».
Το μόνο πρόβλημα παρέμενε η ακοή. Η Κλεάνθη έπρεπε να φωνάζει για να ακούει έστω τα μισά, γεγονός που πολλές φορές της προκαλούσε εκνευρισμό. Στη συνέχεια όμως, είχαν εφεύρει μια δική τους νοηματική, ιδιότυπη γλώσσα που αντιλαμβάνονταν μόνο αυτοί οι δύο.
Εμένα μου άρεσε εκείνη η σιωπή με τον παππού. Από τότε αγάπησα τις σιωπές. Εκείνες που οι άνθρωποι κοιτάζονται, δε μιλούν μα καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα μέσα στην απόλυτη ησυχία.
Καθόμασταν δίπλα στο τζάκι και σκαλίζαμε τη φωτιά. Καμιά φορά κοιταζόμασταν και χαμογελούσαμε. Συνένοχοι και οι δύο στα μυστικά και ψέματα που λέγαμε στον πατέρα για να γλιτώσω την τιμωρία. Ο παππούς συμπαραστάτης. Ακόμα και όταν άρχισα να καπνίζω εκείνος κρατούσε «τσίλιες» κι έδινε σήμα ένα δυνατό βήχα, ψεύτικο, όταν πλησίαζε ο πατέρας.
Κάποτε ένας γιατρός πρότεινε στον παππού να φορέσει γυαλιά με ενσωματωμένα ακουστικά που μόλις είχαν κυκλοφορήσει γιατί ο ίδιος δεν ήθελε εκείνο το ακουστικό που φαινόταν να προεξέχει από το αυτί.. Όλοι έγιναν πολύ χαρούμενοι που ο παππούς θα μπορούσε να ακούει χωρίς να φωνάζουν.
Όταν εμφανίστηκε με τα καινούρια του γυαλάκια η γιαγιά καμάρωνε. Μιλούσε χαμηλόφωνα, χωρίς τη νοηματική, κι έτσι μπορούσε να του πει και μυστικά χωρίς να ακούσει όλο το χωριό. Εκείνος σπάνια απαντούσε πια.
Κάποτε που μου έδωσε τα γυαλιά για να τα καθαρίσω, συνειδητοποίησα ότι το ακουστικό ήταν κλειστό. Του χαμογέλασα και κατάλαβε πως ανακάλυψα το μυστικό του. «Πολύ βουητό κάνει ο διάολος παιδί μου, και δεν ακούω ούτε αυτά που άκουγα. Μη με μαρτυρήσεις. Άσε να τους κάμω το χατίρι.»
Όταν πέθανε ήθελαν να του βάλουν και τα γυαλιά. Δεν τους άφησα. Βρήκα μια δικαιολογία. Προτίμησα να του βάλω το ψάθινο καπέλο που ήξερα ότι τον ενοχλούσε ο ήλιος. Δεν τον μαρτύρησα.
Τα κράτησα για να τα φοράω καμιά φορά και να μην ακούω αυτά που δε θέλω…

Κλειώ Βλαχάκη

Ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Ιστορία – Αρχαιολογία και Συντήρηση Έργων Τέχνης αλλά εργάζεται στην εκπαίδευση. Πιστεύει στην αυτοδιάθεση των ανθρώπων και στην ελευθερία. Ονειρεύεται ακόμα σαν παιδί κι ελπίζει πως κάποτε θα καταφέρουμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Γράφει όταν οι σκέψεις στριμώχνονται και διεκδικούν χώρο στο κεφάλι της. Έχει πια την πεποίθηση ότι όλοι είμαστε περαστικοί κι έχουμε την ανάγκη να βρούμε άξιους συνταξιδιώτες που θα λέμε μόνο αλήθειες. Αγαπημένες της λέξεις η ουτοπία και η χαρμολύπη. Ίσως γιατί έχει καταλάβει πως αυτό είναι η ζωή.

Σχόλια

σχόλια